- χρωματόγραμμα
- το, Νχημ. το χρωματογράφημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromatogram < χρωματ(ο)- (< χρώμα, -ατος) + γράμμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρωματογράφημα — το, Ν [χρωματογράφος] χημ. διάγραμμα που λαμβάνεται με τον χρωματογράφο, αλλ. χρωματόγραμμα … Dictionary of Greek